- πλουμᾶτος
- πλουμ-ᾶτος, η, ον,A embroidered,
στιχάριον POxy.1741.16
(iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιχάριον POxy.1741.16
(iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλουμάτος — η, ο / πλουμᾱτος, άτη, ᾱτον, ΜΑ αυτός που έχει κεντήματα, στολίδια, πλουμισμένος, πλουμιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plumatus, μτχ. τού plumo «στολίζω»] … Dictionary of Greek
μεγαλοπλουμάτος — μεγαλοπλουμάτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει πλούσια διακόσμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πλουμάτος «πλουμιστός, στολισμένος»] … Dictionary of Greek
πλουμαρικός — ή, όν, Α [πλουμάριος] 1. κεντημένος, πεποικιλμένος, πλουμάτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλουμαρικόν κεντημένος χιτώνας … Dictionary of Greek
πλουμερός — ή, ό, Ν ο γεμάτος κεντήματα και στολίδια, πλουμάτος, πλουμιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουμί(ον) + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] … Dictionary of Greek